φανοστάτης

φανοστάτης
ο
ξύλινος ή σιδερένιος στύλος, που στο πάνω μέρος του είναι στερεωμένο φανάρι για το φωτισμό δρόμων, πλατειών κτλ.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • φανοστάτης — ο, Ν τεχνολ. στύλος στον οποίο στηρίζεται ή είναι προσαρμοσμένος φανός φωτισμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < φανός (Ι) «πυρσός» + στάτης (< θ. στᾰ τού ἵστημι), πρβλ. θερμο στάτης. Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στον Α. Μηλιαράκη] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”